πρώϊρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. πρώρα … Dictionary of Greek
πρῶιρα — πρῷρα , πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
корма — кормчий, укр. корма, ст. слав. кръма, болг. кърма, сербохорв. кр̀ма рулевое весло , словен. krma. Стар. и кажущееся убедительным сравнение с греч. πρύμνΒ̄, ион., гомер. πρύμνη корма , греч. πρέμνον толстый конец бревна (Соссюр, МSL 7, 92; Мейе,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
πρώρα — η, ΝΜΑ, και πλώρη Ν, και επικ. και ιων. τ. πρῴρη και πρῷρα και ποιητ. τ. πρώϊρα και άχρηστος ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό πρώειρα και πρώρρα Α το πρόσθιο σφηνοειδές άκρο τού πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το νερό νεοελλ. (κατ επέκτ.) το πρόσθιο … Dictionary of Greek